Μετάβαση στο περιεχόμενο

troupe

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
troupe troupes

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

troupe (en)

  • ο θίασος
      The troupe has several stand-in actors for backup.
    Ο θίασος διαθέτει αρκετούς αναπληρωματικούς ηθοποιούς για εφεδρεία.



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
troupe troupes

troupe (fr) θηλυκό

  1. (παρωχημένο) η ομάδα
  2. ομάδα ένοπλων ανδρών
  3. το στράτευμα
  4. το ασκέρι
  5. ο θίασος
  6. το μπουλούκι