ασκέρι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ασκέρι | τα | ασκέρια |
γενική | του | ασκεριού | των | ασκεριών |
αιτιατική | το | ασκέρι | τα | ασκέρια |
κλητική | ασκέρι | ασκέρια | ||
όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ασκέρι < τουρκική asker «σώμα στρατού» + -ι < αραβική عسكر (ʿaskar) «στρατιώτης» < μέση περσική lškl (laškar).
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ασκέρι ουδέτερο
- (παρωχημένο) τμήμα άτακτου ή τακτικού στρατού
- Έτσι, το 1780, κατέπλευσε στο λιμάνι του Γυθείου. Είχε μαζί του μεγάλο ασκέρι και στόλο.
- (μεταφορικά) πολυμελής ομάδα ανθρώπων, πλήθος, όχλος
- πλάκωσε τ' ασκέρι των συγχωριανών
- (μεταφορικά) η οικογένεια
- Πάω να μαζέψω τ' ασκέρι μου.