όχλος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | όχλος | οι | όχλοι |
γενική | του | όχλου | των | όχλων |
αιτιατική | τον | όχλο | τους | όχλους |
κλητική | όχλε | όχλοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- όχλος < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]όχλος αρσενικό