mob
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
mob | mobs |
mob (en)
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | mob |
γ΄ ενικό ενεστώτα | mobs |
αόριστος | mobbed |
παθητική μετοχή | mobbed |
ενεργητική μετοχή | mobbing |
mob (en)
- (μεταβατικό, συνήθως στην παθητική φωνή) πολιορκώ, για ένα πλήθος που μαζεύεται γύρω από κάποιον για να τον δει και να προσπαθήσει να του τραβήξει την προσοχή, μερικές φορές με ελαφρώς επιθετικό τρόπο