mob
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
mob (en)
Ρήμα[επεξεργασία]
mob (en)
- στριμώχνω, στριμώχνομαι
- μου την πέφτει πλήθος, την πέφτουμε σε κάποιον ή κάποιους, έρχονται πολλοί καταπάνω ή απλά υπάρχουν πολλοί καθώς περνώ