tuant
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | tuant | tuants |
θηλυκό | tuante | tuantes |
Επίθετο[επεξεργασία]
tuant (fr)
- κουραστικός, εξοντωτικός
- (για ανθρώπους) εκνευριστικός, φορτικός
- (μεταφορικά) εκπληκτικός