tumulto
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | tumulto | tumultoj |
αιτιατική | tumulton | tumultojn |
tumulto (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | tumulto | tumultoj |
αιτιατική | tumulton | tumultojn |
tumulto (eo)