tutoyer
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
tutoyer (fr) (μεταβατικό)
- μιλώ στον ενικό
- (κατ’ επέκταση) συνηθίζω να κάνω κάτι, είμαι εξοικειωμένος με κάτι
- il tutoie cette pratique - είναι εξοικειωμένος με αυτή την πρακτική