tutoyer
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ρήμα
[επεξεργασία]tutoyer (fr) (μεταβατικό)
- μιλώ στον ενικό
- (κατ’ επέκταση) συνηθίζω να κάνω κάτι, είμαι εξοικειωμένος με κάτι
- il tutoie cette pratique - είναι εξοικειωμένος με αυτή την πρακτική