tutoyer

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ty.twa.je/

Ρήμα[επεξεργασία]

tutoyer (fr) (μεταβατικό)

  1. μιλώ στον ενικό
  2. (κατ’ επέκταση) συνηθίζω να κάνω κάτι, είμαι εξοικειωμένος με κάτι
    il tutoie cette pratique - είναι εξοικειωμένος με αυτή την πρακτική

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]