twittersquatting
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
twittersquatting | twittersquattings |
twittersquatting (fr) αρσενικό
- (νεολογισμός) η δημιουργία από άσχετο άτομο ενός λογαριασμού στο δίκτυο τουίτερ με ονομασία μια υπάρχουσα μάρκα με απώτερο σκοπό την πώληση αυτού του λογαριασμού στην εταιρεία που κατέχει πραγματικά αυτή την ονομασία