squat
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
squat | squats |
squat (en)
- καταπατημένο κτήριο, κατάληψη
- ανακούρκουδα, η καθιστή θέση με λυγισμένα γόνατα και με το σώμα να στηρίζεται στα δάχτυλα των ποδιών
- ↪ He sat in a squat.
- Κάθισε ανακούρκουδα.
- ↪ He sat in a squat.
- (αθλητισμός) το βαθύ κάθισμα, η άσκηση
- ↪ Squats work the muscles of the lower body.
- Τα βαθιά καθίσματα δουλεύουν τους μυς του κάτω μέρους του σώματος.
- ↪ Squats work the muscles of the lower body.
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | squat |
γ΄ ενικό ενεστώτα | squats |
αόριστος | squatted |
παθητική μετοχή | squatted |
ενεργητική μετοχή | squatting |
squat (en)
- (αμετάβατο) κάθομαι ανακούρκουδα, λυγίζοντας τα γόνατά μου
- ↪ He squatted.
- Κάθισε ανακούρκουδα.
- ↪ He squatted.
- (μεταβατικό και αμετάβατο) καταπατώ περιουσία άλλου, μένω σε ένα κτίριο ή σε οικόπεδο που δεν είναι δικό μου, χωρίς την άδεια του ιδιοκτήτη