unroll

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας unroll
γ΄ ενικό ενεστώτα unrolls
αόριστος unrolled
παθητική μετοχή unrolled
ενεργητική μετοχή unrolling

Ετυμολογία [επεξεργασία]

unroll < un- + roll

Ρήμα[επεξεργασία]

unroll (en)