unroll
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | unroll |
γ΄ ενικό ενεστώτα | unrolls |
αόριστος | unrolled |
παθητική μετοχή | unrolled |
ενεργητική μετοχή | unrolling |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
unroll (en)