unuĉela
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | unuĉela | unuĉelaj |
αιτιατική | unuĉelan | unuĉelajn |
unuĉela (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | unuĉela | unuĉelaj |
αιτιατική | unuĉelan | unuĉelajn |
unuĉela (eo)