utility
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
utility | utilities |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]utility (en)
- η υπηρεσία κοινής ωφέλειας
- ⮡ The operating costs of the apartment building include utilities such as natural gas, electricity, water, heating, air conditioning, etc.
- Τα λειτουργικά έξοδα της πολυκατοικίας περιλαμβάνουν υπηρεσίες κοινής ωφέλειας όπως φυσικό αέριο, ηλεκτρικό ρεύμα, νερό, θέρμανση, κλιματισμός κτλ.
- ⮡ The operating costs of the apartment building include utilities such as natural gas, electricity, water, heating, air conditioning, etc.
- (μη μετρήσιμο, επίσημο) η χρησιμότητα
- ⮡ It has great utility.
- Έχει μεγάλη χρησιμότητα.
- ≈ συνώνυμα: usefulness
- ⮡ It has great utility.
- (πληροφορική) το βοηθητικό πρόγραμμα που κάνει κάτι συγκεκριμένο σχετικά με τη διατήρηση σε καλή κατάσταση του λειτουργικού συστήματος ή οποιουδήποτε πολύπλοκου λογισμικού