Μετάβαση στο περιεχόμενο

utility

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
utility utilities

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

utility (en)

  1. η υπηρεσία κοινής ωφέλειας
      The operating costs of the apartment building include utilities such as natural gas, electricity, water, heating, air conditioning, etc.
    Τα λειτουργικά έξοδα της πολυκατοικίας περιλαμβάνουν υπηρεσίες κοινής ωφέλειας όπως φυσικό αέριο, ηλεκτρικό ρεύμα, νερό, θέρμανση, κλιματισμός κτλ.
  2. (μη μετρήσιμο, επίσημο) η χρησιμότητα
      It has great utility.
    Έχει μεγάλη χρησιμότητα.
     συνώνυμα: usefulness
  3. (πληροφορική) το βοηθητικό πρόγραμμα που κάνει κάτι συγκεκριμένο σχετικά με τη διατήρηση σε καλή κατάσταση του λειτουργικού συστήματος ή οποιουδήποτε πολύπλοκου λογισμικού