vêlement
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
vêlement | vêlements |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
vêlement (fr) αρσενικό
- → δείτε τη λέξη vêlage
ενικός | πληθυντικός |
vêlement | vêlements |
vêlement (fr) αρσενικό