valet

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

valet < γαλατική *vassο, « υπηρέτης », που έδωσε το λαϊκό λατινικό vassellittus

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /va.lɛ/
 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

valet (fr) αρσενικό

  1. ο υπηρέτης
    valet de chambre
  2. (μεταφορικά) ο δούλος
    il se comporte en valet - φέρεται δουλικά

Παροιμίες[επεξεργασία]

  • tel maître, tel valet - οι υπηρέτες παίρνουν τις συνήθειες των κυρίων τους

Παράγωγα[επεξεργασία]



Παλαιά γαλλικά (fro)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

valet αρσενικό

  1. ο νεαρός
  2. έφηβος οικογένειας ευγενών
  3. ιπποκόμος