vasta

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
vasta < vast- + -a

Επίθετο

[επεξεργασία]
πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική vasta vastaj
αιτιατική vastan vastajn

vasta (eo)

temas pri vasta temo - πρόκειται για (ένα) ευρύ θέμα