vaste

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
vaste vastes

vaste (fr) αρσενικό ή θηλυκό



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
vaste < vast- + -e

Επίρρημα

[επεξεργασία]

vaste (eo)

temas pri vaste rigardata kanzonkonkurso - πρόκειται για διαγωνισμό τραγουδιού που παρακολουθείται ευρέως

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  • → δείτε τη λέξη vast-