venonta
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | venonta | venontaj |
αιτιατική | venontan | venontajn |
venonta (eo)
- la venontan someron - κατά το ερχόμενο καλοκαίρι
- ni devos diskuti la venontajn agadojn - πρέπει να συζητήσουμε για τις επόμενες πράξεις