Μετάβαση στο περιεχόμενο

verify

Από Βικιλεξικό
ενεστώτας verify
γ΄ ενικό ενεστώτα verifies
αόριστος verified
παθητική μετοχή verified
ενεργητική μετοχή verifying

verify (en)

Παράγωγα

[επεξεργασία]