verto

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
verto < (πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα) *wert-

verto (la)

  1. στρέφω, περιστρέφω
  2. γυρίζω

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]