vicinity
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
vicinity | vicinities |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
vicinity (en) (συνήθως στον ενικό)
- (μάλλον επίσημο) κοντά, η γειτονιά, η περιοχή γύρω από ένα συγκεκριμένο μέρος
- ↪ If you live in the vicinity of an airport…
- Αν ζεις πολύ κοντά σε ένα αεροδρόμιο…
- ↪ There is no good school in the vicinity.
- Δεν υπάρχει καλό σχολείο σε αυτή τη γειτονιά.
- ≈ συνώνυμα: neighbourhood
- ↪ If you live in the vicinity of an airport…
Πηγές[επεξεργασία]
- vicinity - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 183, 463. ISBN 9780194325684., λήμμα: γειτονιά, κοντά