Μετάβαση στο περιεχόμενο

vicinity

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
vicinity vicinities

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

vicinity (en) (συνήθως στον ενικό)

  • (μάλλον επίσημο) κοντά, η γειτονιά, η περιοχή γύρω από ένα συγκεκριμένο μέρος
      If you live in the vicinity of an airport…
    Αν ζεις πολύ κοντά σε ένα αεροδρόμιο…
      There is no good school in the vicinity.
    Δεν υπάρχει καλό σχολείο σε αυτή τη γειτονιά.
     συνώνυμα: neighbourhood