Μετάβαση στο περιεχόμενο

vigilant

Από Βικιλεξικό
παραθετικά
θετικός vigilant
συγκριτικός more vigilant
υπερθετικός most vigilant

Επίθετο

[επεξεργασία]

vigilant (en)

  • (επίσημο) άγρυπνος, αγρυπνώ, επαγρυπνώ
      a vigilant police force - άγρυπνη αστυνομία
      Justice is vigilant for the observance of laws and the protection of institutions.
    Η δικαιοσύνη αγρυπνά για την τήρηση των νόμων και την προστασία των θεσμών.
      We must be vigilant because there is always danger of a sudden attack.
    Πρέπει να επαγρυπνούμε, γιατί υπάρχει πάντα κίνδυνος ξαφνικής επίθεσης.

Συνώνυμα

[επεξεργασία]



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Επίθετο

[επεξεργασία]
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό vigilant vigilants
θηλυκό vigilante vigilantes

vigilant (fr)