Μετάβαση στο περιεχόμενο

vlog

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
vlog vlogs

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
vlog < συμφυρμός των video + blog[1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈvlɒɡ/
ΔΦΑ : /ˈvlɑɡ/ (ΗΠΑ)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

vlog (en)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. vlog - Merriam–Webster Online Dictionary (μονόγλωσσο λεξικό, αγγλικά, από το 1828)