volage

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
volage < λατινική volaticus

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /vɔ.laʒ/

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
volage volages

volage (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. άστατος και ελαφρύς
    amant volage - ελαφρύς, άστατος εραστής
    la jeunesse est volage - τα νιάτα είναι ασταθή
  2. (ναυτικός όρος) ασταθής, που κινδυνεύει να ανατραπεί
  3. (ιατρική) λέγεται για ασθένεια της οποίας τα συμπτώματα εμφανίζονται και εξαφανίζονται γρήγορα