Μετάβαση στο περιεχόμενο

voting

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
voting votings

voting (en)

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

voting (en)