voting
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
voting | votings |
voting (en)
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]voting (en)
- ενεργητική μετοχή ενεστώτα του vote
ενικός | πληθυντικός |
voting | votings |
voting (en)
voting (en)