wallop
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
wallop | wallops |
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
wallop (en)
- (κυριολεκτικά) (μεταφορικά) δυνατό χτύπημα, πλήγμα (χωρίς να περιορίζεται/προσδιορίζεται ο τύπος/τρόπος· σφαλιάρα, χτύπημα με ραβδί, μπουνιά κτλ)