wallop

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
wallop wallops

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈwɒləp/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

wallop (en)