warm to

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας warm to
γ΄ ενικό ενεστώτα warms to
αόριστος warmed to
παθητική μετοχή warmed to
ενεργητική μετοχή warming to

Ετυμολογία [επεξεργασία]

warm to < → δείτε τις λέξεις warm και to

Ρήμα[επεξεργασία]

warm to (en)

  • ζεσταίνομαι σε, ενδιαφέρομαι περισσότερο για κάτι ή με ενθουσιάζει περισσότερο
    Gradually he began to warm to his work.
    Σιγά-σιγά άρχισε να ζεσταίνεται στη δουλειά του.

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]