warm
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | warm |
συγκριτικός | warmer |
υπερθετικός | warmest |
warm (en)
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | warm |
---|---|
γ΄ ενικό ενεστώτα | warms |
αόριστος | warmed |
παθητική μετοχή | warmed |
ενεργητική μετοχή | warming |
warm (en)
Εκφράσεις[επεξεργασία]
Γερμανικά (de) [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
warm (de)
[επεξεργασία]
- συγκριτικός βαθμός: wärmer