warm up

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενεστώτας warm up
γ΄ ενικό ενεστώτα warms up
αόριστος warmed up
παθητική μετοχή warmed up
ενεργητική μετοχή warming up

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
warm up < → δείτε τις λέξεις warm και up

warm up (en)

  1. ζεσταίνομαι, προθερμαίνω, προετοιμάζομαι για σωματική άσκηση ή για εκτέλεση κάνοντας ελαφρές ασκήσεις
    The athletes are doing exercises now to warm up.
    Οι αθλητές κάνουν ασκήσεις τώρα για να ζεσταθούν.
    The soccer player/athlete started warming up.
    Ο ποδοσφαιριστής/ο αθλητής άρχισε να προθερμαίνεται.
  2. ζεσταίνομαι, προθερμαίνω, για ένα μηχάνημα, μια μηχανή κτλ. που λειτουργεί για μικρό χρονικό διάστημα για να φτάσει τη θερμοκρασία στην οποία θα λειτουργήσει καλά
    Let the engine warm up a little.
    Άσε τη μηχανή να ζεσταθεί λίγο.
    The car’s engine needs to be warmed up in the winter before starting.
    Η μηχανή του αυτοκινήτου πρέπει να προθερμαίνεται το χειμώνα πριν από το ξεκίνημα.
  3. ζεσταίνομαι, γίνομαι πιο ζωηρός ή ενθουσιώδης· κάνω κάποιον ή κάτι πιο ζωηρό ή ενθουσιώδη
    He warmed up as he went on with his speech.
    Ζεστάθηκε καθώς προχωρούσε στην ομιλία του.
  4. ζεσταίνω ξανά φαγητό που έχει ψηθεί
    We warmed up the meat for dinner.
    Ζεστάναμε το κρύο κρέας για βραδινό.