warm up
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | warm up |
γ΄ ενικό ενεστώτα | warms up |
αόριστος | warmed up |
παθητική μετοχή | warmed up |
ενεργητική μετοχή | warming up |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]warm up (en)
- ζεσταίνομαι, προθερμαίνω, προετοιμάζομαι για σωματική άσκηση ή για εκτέλεση κάνοντας ελαφρές ασκήσεις
- ↪ The athletes are doing exercises now to warm up.
- Οι αθλητές κάνουν ασκήσεις τώρα για να ζεσταθούν.
- ↪ The soccer player/athlete started warming up.
- Ο ποδοσφαιριστής/ο αθλητής άρχισε να προθερμαίνεται.
- ↪ The athletes are doing exercises now to warm up.
- ζεσταίνομαι, προθερμαίνω, για ένα μηχάνημα, μια μηχανή κτλ. που λειτουργεί για μικρό χρονικό διάστημα για να φτάσει τη θερμοκρασία στην οποία θα λειτουργήσει καλά
- ↪ Let the engine warm up a little.
- Άσε τη μηχανή να ζεσταθεί λίγο.
- ↪ The car’s engine needs to be warmed up in the winter before starting.
- Η μηχανή του αυτοκινήτου πρέπει να προθερμαίνεται το χειμώνα πριν από το ξεκίνημα.
- ↪ Let the engine warm up a little.
- ζεσταίνομαι, γίνομαι πιο ζωηρός ή ενθουσιώδης· κάνω κάποιον ή κάτι πιο ζωηρό ή ενθουσιώδη
- ↪ He warmed up as he went on with his speech.
- Ζεστάθηκε καθώς προχωρούσε στην ομιλία του.
- ↪ He warmed up as he went on with his speech.
- ζεσταίνω ξανά φαγητό που έχει ψηθεί
- ↪ We warmed up the meat for dinner.
- Ζεστάναμε το κρύο κρέας για βραδινό.
- ↪ We warmed up the meat for dinner.