webmail
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
webmail | webmails |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]webmail (en)
- (διαδίκτυο, e-mail) διαδικτυακή υπηρεσία ηλεκτρονικού ταχυδρομείου (email) στην οποία μπορείτε να αποκτήσετε πρόσβαση χρησιμοποιώντας ένα τυπικό πρόγραμμα περιήγησης ιστού (browser)
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Υπερώνυμα
[επεξεργασία]Υπώνυμα
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- webmail στην αγγλική Βικιπαίδεια