worship
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
worship | worships |
worship (en)
- η λατρεία
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | worship |
γ΄ ενικό ενεστώτα | worships |
αόριστος | worshipped |
παθητική μετοχή | worshipped |
ενεργητική μετοχή | worshipping |
worship (en)