worship

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: warship

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈwɜːʃɪp/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
worship worships

worship (en)

ενεστώτας worship
γ΄ ενικό ενεστώτα worships
αόριστος worshipped
παθητική μετοχή worshipped
ενεργητική μετοχή worshipping

worship (en)

Συγγενικά

[επεξεργασία]