zero in
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | zero in |
γ΄ ενικό ενεστώτα | zeroes in |
αόριστος | zeroed in |
παθητική μετοχή | zeroed in |
ενεργητική μετοχή | zeroing in |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
zero in (en)
Συγγενικά[επεξεργασία]
- zero in on someone/something