zozo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
zozo | zozos |
zozo (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- elle est un peu zozo, celle-là - είναι λίγο χαζούλα αυτή
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
zozo | zozos |
zozo (fr) αρσενικό
- (οικείο) ο χαζούλης, το βλίτο
- qui est le maudit zozo qui a placé ça là ? ~ ποιο άθλιο βλίτο το έβαλε αυτό εκεί;
- (οικείο) οποιοδήποτε άτομο, ένας τύπος