vieux: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ r2.6.2) (Ρομπότ: Προσθήκη: ro:vieux
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη li
Γραμμή 30: Γραμμή 30:
[[ja:vieux]]
[[ja:vieux]]
[[ko:vieux]]
[[ko:vieux]]
[[li:vieux]]
[[lt:vieux]]
[[lt:vieux]]
[[lv:vieux]]
[[lv:vieux]]

Αναθεώρηση της 14:04, 6 Αυγούστου 2011

Γαλλικά (fr)

Επίθετο

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό vieux vieux
θηλυκό vieille vieilles

vieux (fr) αρσενικό

  1. γέρικος
    un vieux loup - ένας γέρικος λύκος
  2. παλιός
    un vieil ami - ένας παλιός φίλος

Ουσιαστικό

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό vieux vieux
θηλυκό vieille vieilles

vieux (fr)

  1. ο γέροςγριά)
    Quand Jacques Brel chantait "Les Vieux" tout le monde trouvait ça magnifique.