ύδωρ: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Bot: εισαγωγή κλείδας ταξινόμησης |
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη chr |
||
Γραμμή 37: | Γραμμή 37: | ||
{{κλείδα-ελλ}} |
{{κλείδα-ελλ}} |
||
[[chr:ύδωρ]] |
|||
[[en:ύδωρ]] |
[[en:ύδωρ]] |
||
[[fj:ύδωρ]] |
[[fj:ύδωρ]] |
Αναθεώρηση της 11:53, 27 Αυγούστου 2013
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ύδωρ < αρχαία ελληνική ὕδωρ
Ουσιαστικό
ύδωρ ουδέτερο
- το νερό, υγρό άχρωμο, άοσμο και άγευστο στη φυσική κατάσταση, που αποτελείται από υδρογόνο και οξυγόνο (χημικός τύπος: H2O)
Συγγενικά
Σύνθετα
- υδατάνθρακας
- υδατογραφία
- υδατοδιαλυτός
- υδατόπτωση
- υδατόσημο
- υδατοστεγής
- υδατοσφαίριση
- υδατοφράχτης
- Η μορφή υδρ-, υδρο- χρησιμοποιείται ως πρώτο συνθετικό πολλών δεκάδων λέξεων.
Πολυλεκτικοί όροι
Δείτε επίσης
Μεταφράσεις
ύδωρ
→ δείτε τη λέξη νερό |