τεκμηριώνομαι: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Lou bot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ Bot: εισαγωγή κλείδας ταξινόμησης
μ →‎{{ετυμολογία}}: αντικατέστησε: παθητικό του ρήματος τεκμηριώνω → {{παθ|τεκμηριώνω}} με τη χρήση AWB
Γραμμή 1: Γραμμή 1:
=={{-el-}}==
=={{-el-}}==
==={{ετυμολογία}}===
==={{ετυμολογία}}===
:'''{{PAGENAME}}''' < παθητικό του ρήματος [[τεκμηριώνω]], συγγενές του [[τεκμαίρομαι]]
:'''{{PAGENAME}}''' < {{παθ|τεκμηριώνω}}, συγγενές του [[τεκμαίρομαι]]


==={{ρήμα|el}}===
==={{ρήμα|el}}===

Αναθεώρηση της 11:51, 22 Απριλίου 2014

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

τεκμηριώνομαι < παθητική φωνή του ρήματος τεκμηριώνω, συγγενές του τεκμαίρομαι

Ρήμα

τεκμηριώνομαι, πρτ.: τεκμηριωνόταν, στ.μέλλ.: θα τεκμηριωθεί, αόρ.: τεκμηριώθηκε, μτχ.π.π.: τεκμηριωμένος

  1. (για αφηρημένα) αποδεικνύεται η αλήθειά τους
    Η κατηγορία δεν τεκμηριώθηκε και ο κατηγορούμενος απαλλάχθηκε
    Μην τρομοκρατείς τον κόσμο με φημολογίες που δεν τεκμηριώνονται παρά μόνο στη φαντασία σου

Σημειώσεις

Το ρήμα είναι αδόκιμο στο πρώτο πρόσωπο και γενικά για έμψυχα. Χρησιμοποιείται κυρίως με υποκείμενο αφηρημένα ουσιαστικά στο γ' πρόσωπο.

Συγγενικά

Μεταφράσεις