φαρμακώνομαι: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Bot: εισαγωγή κλείδας ταξινόμησης |
μ →{{ετυμολογία}}: αντικατέστησε: παθητική φωνή του ρήματος φαρμακώνω → {{παθ|φαρμακώνω}} με τη χρήση AWB |
||
Γραμμή 2: | Γραμμή 2: | ||
==={{ετυμολογία}}=== |
==={{ετυμολογία}}=== |
||
: '''{{PAGENAME}}''' < |
: '''{{PAGENAME}}''' < {{παθ|φαρμακώνω}} |
||
==={{ρήμα|el}}=== |
==={{ρήμα|el}}=== |
||
'''{{PAGENAME}}''' |
'''{{PAGENAME}}''' |
Αναθεώρηση της 11:54, 22 Απριλίου 2014
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- φαρμακώνομαι < παθητική φωνή του ρήματος φαρμακώνω
Ρήμα
φαρμακώνομαι
- παίρνω φαρμάκι (δηλητήριο), δηλητηριάζομαι
- αυτοκτονώ με δηλητήριο
- πικραίνομαι, πίνω κάτι που έχει πικρή γεύση
- (μεταφορικά) πικραίνομαι ψυχικά ή σωματικά
- υποβάλλομαι σε έντονο σωματικό ή (κυρίως) ψυχικό πόνο
- θλίβομαι, καταρρακώνομαι
Μεταφράσεις
φαρμακώνομαι
|