φαρμακώνομαι: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Lou bot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ Bot: εισαγωγή κλείδας ταξινόμησης
μ →‎{{ετυμολογία}}: αντικατέστησε: παθητική φωνή του ρήματος φαρμακώνω → {{παθ|φαρμακώνω}} με τη χρήση AWB
Γραμμή 2: Γραμμή 2:


==={{ετυμολογία}}===
==={{ετυμολογία}}===
: '''{{PAGENAME}}''' < παθητική φωνή του ρήματος [[φαρμακώνω]]
: '''{{PAGENAME}}''' < {{παθ|φαρμακώνω}}
==={{ρήμα|el}}===
==={{ρήμα|el}}===
'''{{PAGENAME}}'''
'''{{PAGENAME}}'''

Αναθεώρηση της 11:54, 22 Απριλίου 2014

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

φαρμακώνομαι < παθητική φωνή του ρήματος φαρμακώνω

Ρήμα

φαρμακώνομαι

  1. παίρνω φαρμάκι (δηλητήριο), δηλητηριάζομαι
  2. πικραίνομαι, πίνω κάτι που έχει πικρή γεύση
  3. (μεταφορικά) πικραίνομαι ψυχικά ή σωματικά


Μεταφράσεις