vaginal: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη sk
μ Ρομπότ: Προσθήκη: eo:vaginal
Γραμμή 24: Γραμμή 24:
[[de:vaginal]]
[[de:vaginal]]
[[en:vaginal]]
[[en:vaginal]]
[[eo:vaginal]]
[[es:vaginal]]
[[es:vaginal]]
[[et:vaginal]]
[[et:vaginal]]

Αναθεώρηση της 19:53, 3 Μαρτίου 2017

Αγγλικά (en)

Επίθετο

vaginal (en)

  • κολπικός, που αναφέρεται στον γυναικείο κόλπο
vaginal delivery: φυσιολογικός (κολπικός) τοκετός, σε αντίθεση προς την καισαρική τομή



Γαλλικά (fr)

Ετυμολογία

vaginal < vagin

Προφορά

λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;

Επίθετο

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό vaginal vaginals
θηλυκό vaginale vaginales

vaginal (fr)

  1. Πρότυπο:ανατ κολπικός, που αναφέρεται στον γυναικείο κόλπο