κουνέλα: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ διαγραφή των interwikis
Γραμμή 1: Γραμμή 1:
=={{-el-}}==
=={{-el-}}==
{{el-κλίσ-'θάλασσα'}}
{{προσχέδιο}}
==={{ετυμολογία}}===
==={{ετυμολογία}}===
: '''{{PAGENAME}}''' < {{λείπει η ετυμολογία}}
: '''{{PAGENAME}}''' < {{μεγεθ α|κουνέλι}}

==={{προφορά}}===
{{ΔΦΑ|ku.ˈnε.la|γλ=el}}

==={{ουσιαστικό|el}}===
==={{ουσιαστικό|el}}===
'''{{PAGENAME}}''' {{θ}}
'''{{PAGENAME}}''' {{θ}}
#[[θηλυκό]] [[κουνέλι]]
# {{λείπει ο ορισμός}}
#{{μεγεθ|κουνέλι}}
#{{μτφρ}} {{μειωτ}} [[χαρακτηρισμός]] [[γυναίκα]]ς που έχει κάνει πολλές [[γέννα|γέννες]]


===={{συγγενικά}}====
*{{βλ|κουνέλι}}


===={{μεταφράσεις}}====
===={{μεταφράσεις}}====
{{μτφ-αρχή}}
{{μτφ-αρχή}}
<!-- * {{en}} : {{τ|en|ΧΧΧ}} -->
* {{en}} : {{τ|en|doe}}
<!-- * {{ar}} : {{τ|ar|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{ar}} : {{τ|ar|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{vi}} : {{τ|vi|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{vi}} : {{τ|vi|ΧΧΧ}} -->

Αναθεώρηση της 05:29, 16 Αυγούστου 2017

Νέα ελληνικά (el)

Πρότυπο:el-κλίσ-'θάλασσα'

Ετυμολογία

κουνέλα < Πρότυπο:μεγεθ α

Προφορά

λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;

Ουσιαστικό

κουνέλα θηλυκό

  1. θηλυκό κουνέλι
  2. μεγεθυντικό του κουνέλι
  3. (μεταφορικά) (μειωτικό) χαρακτηρισμός γυναίκας που έχει κάνει πολλές γέννες

Συγγενικά

Μεταφράσεις