εργαζόμενος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ τυπο στην κλίση (Να διαχωριστούν το επίθετο και το ουσιαστικό)
μ {{clear}} πριν τις μεταφράσεις
Γραμμή 9: Γραμμή 9:
# που [[εργάζομαι|εργάζεται]]
# που [[εργάζομαι|εργάζεται]]
# (''ως ουσιαστικό'') αυτός που εργάζεται με σχέση εξαρτημένης εργασίας, ο [[εργάτης]] ή ο [[υπάλληλος]]
# (''ως ουσιαστικό'') αυτός που εργάζεται με σχέση εξαρτημένης εργασίας, ο [[εργάτης]] ή ο [[υπάλληλος]]
{{clear}}

===={{μεταφράσεις}}====
===={{μεταφράσεις}}====
{{μτφ-αρχή}}
{{μτφ-αρχή}}

Αναθεώρηση της 06:36, 27 Μαΐου 2021

Αυτή η σελίδα μπήκε στον κατάλογο των σελίδων που χρειάζονται να μορφοποιηθούν όπως συνηθίζεται στο Βικιλεξικό,
έτσι ώστε να υπάρχει ομοιομορφία με τις υπόλοιπες σελίδες.

Παρακαλούμε βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι η μορφή της σελίδας ταιριάζει με τα στάνταρντ του Βικιλεξικού.

Για μορφοποίηση: Ας διαχωριστούν το επίθετο και το ουσιαστικό. Και στην κλίση --sarri.greek (συζήτηση) 13:51, 17 Μαΐου 2019 (UTC).


Νέα ελληνικά (el)

Πρότυπο:el-κλίσ-'εργαζόμενος'

Ετυμολογία

εργαζόμενος < μετοχή ενεστώτα του εργάζομαι

Μετοχή

εργαζόμενος, -η, -ο

  1. που εργάζεται
  2. (ως ουσιαστικό) αυτός που εργάζεται με σχέση εξαρτημένης εργασίας, ο εργάτης ή ο υπάλληλος

Μεταφράσεις