labour: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Ρομπότ: Προσθήκη: id:labour |
μ προσθήκη παραμέτρου γλώσσας στο πρότυπο του μέρους λόγου |
||
Γραμμή 1: | Γραμμή 1: | ||
{{=en=}} |
{{=en=}} |
||
{{-ουσ-}} |
{{-ουσ-|en}} |
||
'''{{ξεν|en|{{PAGENAME}}}}''' ή '''[[labor]]''' (US) |
'''{{ξεν|en|{{PAGENAME}}}}''' ή '''[[labor]]''' (US) |
||
# η προσπάθεια που καταβάλλεται σε μία συγκεκριμένη εργασία |
# η προσπάθεια που καταβάλλεται σε μία συγκεκριμένη εργασία |
||
Γραμμή 9: | Γραμμή 9: | ||
# ο [[τοκετός]] |
# ο [[τοκετός]] |
||
{{-ρημ-}} |
{{-ρημ-|en}} |
||
'''to {{ξεν|en|{{PAGENAME}}}}''' ή '''to labor''' |
'''to {{ξεν|en|{{PAGENAME}}}}''' ή '''to labor''' |
||
# (''αμετάβατο'') [[δουλεύω]], [[μοχθώ]] |
# (''αμετάβατο'') [[δουλεύω]], [[μοχθώ]] |
Αναθεώρηση της 07:52, 5 Δεκεμβρίου 2007
Πρότυπο:=en= Πρότυπο:-ουσ- ' ή labor' (US)
- η προσπάθεια που καταβάλλεται σε μία συγκεκριμένη εργασία
- ο άθλος
- the twelve labours of Heracles
- οι εργάτες γενικά, η εργατική τάξη, η εργατική δύναμη
- (Labour, Labour Party) Το Εργατικό Κόμμα
- ο τοκετός
Πρότυπο:-ρημ- to ή to labor
- (αμετάβατο) δουλεύω, μοχθώ
- (μεταβατικό) επεξεργάζομαι κάτι λεπτομερώς
- (μεταβατικό) καταπονώ, κουράζω
- κοιλοπονάω
(4)