champion
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
champion | champions |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
champion (en)
- (αθλητισμός) ο πρωταθλητής, η πρωταθλήτρια
- ↪ All the champions have many medals.
- Όλοι οι πρωταθλητές έχουν πολλά μετάλλια.
- ↪ All the champions have many medals.
- υπέρμαχος, προασπιστής, συνήγορος, μαχητής, αγωνιστής ιδανικού-αξίας, ανθρώπων, ζώων κτλ.
- ↪ He is a champion of women’s rights.
- Είναι υπέρμαχος/προασπιστής των δικαιωμάτων της γυναίκας.
- ↪ He’s a champion of free speech.
- Είναι συνήγορος της ελευθερίας του λόγου.
- ※ This dream will never work
Still the sign upon my headstone, write
"A champion of the world"- Απόσπασμα στίχων από το τραγούδι "Champion of the World", (2019) Coldplay
- ↪ He is a champion of women’s rights.
Πηγές[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
champion (fr) αρσενικό