champion

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
champion champions

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

champion (en)

  1. (αθλητισμός) ο πρωταθλητής, η πρωταθλήτρια
    All the champions have many medals.
    Όλοι οι πρωταθλητές έχουν πολλά μετάλλια.
  2. υπέρμαχος, προασπιστής, συνήγορος, μαχητής, αγωνιστής ιδανικού-αξίας, ανθρώπων, ζώων κτλ.
    He is a champion of women’s rights.
    Είναι υπέρμαχος/προασπιστής των δικαιωμάτων της γυναίκας.
    He’s a champion of free speech.
    Είναι συνήγορος της ελευθερίας του λόγου.
    ※  This dream will never work
    Still the sign upon my headstone, write
    "A champion of the world"
    Απόσπασμα στίχων από το τραγούδι "Champion of the World", (2019) Coldplay

Πηγές[επεξεργασία]



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

champion (fr) αρσενικό