witness
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
witness | witnesses |
witness (en)
- (νομικός όρος) ο/η μάρτυρας
- ↪ defense witnesses - μάρτυρες υπερασπίσεως
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | witness |
γ΄ ενικό ενεστώτα | witnesses |
αόριστος | witnessed |
παθητική μετοχή | witnessed |
ενεργητική μετοχή | witnessing |
witness (en)