μηχανικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μηχανικό < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μηχανικό ουδέτερο
- στρατιωτικό σώμα υπεύθυνο για το σχεδιασμό και την κατασκευή στρατιωτικών έργων και τη διατήρηση των γραμμών των στρατιωτικών μεταφορών και επικοινωνιών
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
μηχανικό