αέναα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αέναα < αέναος + -α < αρχαία ελληνική ἀέναος < νάω
Επίρρημα[επεξεργασία]
αέναα
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αέναα
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
αέναα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του αέναος