αμπώχνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αμπώχνω < αμπώθω < αρχαία ελληνική ἀπωθέω / ἀπωθῶ (κατ’ αναλογία με τα ρήματα σε -χνω: ρίχνω, σπρώχνω...)

Ρήμα[επεξεργασία]

αμπώχνω

(ιδιωματικό)
  1. σπρώχνω, απωθώ
  2. παρακινώ
  3. αποκρούω, απομακρύνω

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]