ανακλίνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ανακλίνω < αρχαία ελληνική ἀνακλίνω < ἀνά + κλίνω

Ρήμα[επεξεργασία]

ανακλίνω (παθητική φωνή: ανακλίνομαι)

  1. πλαγιάζω, ξαπλώνω προς τα πίσω
  2. ανασηκώνω

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]