ανακλίνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ανακλίνω < αρχαία ελληνική ἀνακλίνω < ἀνά + κλίνω
Ρήμα[επεξεργασία]
ανακλίνω (παθητική φωνή: ανακλίνομαι)
Συγγενικά[επεξεργασία]
- ανακλιμένος
- ανακλινόμενος
- ανάκλιντρο
- ανάκλιση
- → δείτε τις λέξεις ανά και κλίνω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ανακλίνω
|