αναχρονίζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αναχρονίζω < (ελληνιστική κοινή) ἀναχρονίζω / ἀναχρονίζομαι < αρχαία ελληνική χρονίζω < χρόνος
Ρήμα[επεξεργασία]
αναχρονίζω
- κάνω λάθος στη χρονολόγηση γεγονότων, κάνω αναχρονισμούς
Συγγενικά[επεξεργασία]
- αναχρονισμός
- αναχρονιστικά
- αναχρονιστικός
- αναχρονιστικώς
- → δείτε τις λέξεις ανά και χρόνος
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αναχρονίζω | αναχρόνιζα | θα αναχρονίζω | να αναχρονίζω | αναχρονίζοντας | |
β' ενικ. | αναχρονίζεις | αναχρόνιζες | θα αναχρονίζεις | να αναχρονίζεις | αναχρόνιζε | |
γ' ενικ. | αναχρονίζει | αναχρόνιζε | θα αναχρονίζει | να αναχρονίζει | ||
α' πληθ. | αναχρονίζουμε | αναχρονίζαμε | θα αναχρονίζουμε | να αναχρονίζουμε | ||
β' πληθ. | αναχρονίζετε | αναχρονίζατε | θα αναχρονίζετε | να αναχρονίζετε | αναχρονίζετε | |
γ' πληθ. | αναχρονίζουν(ε) | αναχρόνιζαν αναχρονίζαν(ε) |
θα αναχρονίζουν(ε) | να αναχρονίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αναχρόνισα | θα αναχρονίσω | να αναχρονίσω | αναχρονίσει | ||
β' ενικ. | αναχρόνισες | θα αναχρονίσεις | να αναχρονίσεις | αναχρόνισε | ||
γ' ενικ. | αναχρόνισε | θα αναχρονίσει | να αναχρονίσει | |||
α' πληθ. | αναχρονίσαμε | θα αναχρονίσουμε | να αναχρονίσουμε | |||
β' πληθ. | αναχρονίσατε | θα αναχρονίσετε | να αναχρονίσετε | αναχρονίστε | ||
γ' πληθ. | αναχρόνισαν αναχρονίσαν(ε) |
θα αναχρονίσουν(ε) | να αναχρονίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αναχρονίσει | είχα αναχρονίσει | θα έχω αναχρονίσει | να έχω αναχρονίσει | ||
β' ενικ. | έχεις αναχρονίσει | είχες αναχρονίσει | θα έχεις αναχρονίσει | να έχεις αναχρονίσει | ||
γ' ενικ. | έχει αναχρονίσει | είχε αναχρονίσει | θα έχει αναχρονίσει | να έχει αναχρονίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αναχρονίσει | είχαμε αναχρονίσει | θα έχουμε αναχρονίσει | να έχουμε αναχρονίσει | ||
β' πληθ. | έχετε αναχρονίσει | είχατε αναχρονίσει | θα έχετε αναχρονίσει | να έχετε αναχρονίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αναχρονίσει | είχαν αναχρονίσει | θα έχουν αναχρονίσει | να έχουν αναχρονίσει |
|
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αναχρονίζω
|