απασβεστώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

  1. απασβεστώνω < απο- + ασβέστιο + -ώνω (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική décalcifier)
  2. απασβεστώνω < απο- + ασβέστης + -ώνω

Ρήμα[επεξεργασία]

απασβεστώνω

  1. μειώνω την περιεκτικότητα σε ασβέστιο
  2. αφαιρώ τον ασβέστη

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]