αποστασιοποιούμαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αποστασιοποιούμαι < ἀπόστασι(ς) + -ποιούμαι (παθητική φωνή του ρήματος ποιώ)

Ρήμα[επεξεργασία]

αποστασιοποιούμαι, π.αόρ.: αποστασιοποιήθηκα, μτχ.π.π.: αποστασιοποιημένος (αποθετικό ρήμα)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]