γκουγκλίζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- γκουγκλίζω < αγγλική Google (ηλεκτρονική μηχανή αναζήτησης) + -ίζω ή γκουγκλ(άρω) + -ίζω για την προσαρμογή της ρηματικής κατάληξης -άρω, που συνήθως χαρακτηρίζει ξενικές λέξεις
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ɡuˈɡli.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γκου‐γκλί‐ζω
Ρήμα
[επεξεργασία]γκουγκλίζω
- συνώνυμο του γκουγκλάρω
Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | γκουγκλίζω | γκούγκλιζα | θα γκουγκλίζω | να γκουγκλίζω | γκουγκλίζοντας | |
β' ενικ. | γκουγκλίζεις | γκούγκλιζες | θα γκουγκλίζεις | να γκουγκλίζεις | γκούγκλιζε | |
γ' ενικ. | γκουγκλίζει | γκούγκλιζε | θα γκουγκλίζει | να γκουγκλίζει | ||
α' πληθ. | γκουγκλίζουμε | γκουγκλίζαμε | θα γκουγκλίζουμε | να γκουγκλίζουμε | ||
β' πληθ. | γκουγκλίζετε | γκουγκλίζατε | θα γκουγκλίζετε | να γκουγκλίζετε | γκουγκλίζετε | |
γ' πληθ. | γκουγκλίζουν(ε) | γκούγκλιζαν γκουγκλίζαν(ε) |
θα γκουγκλίζουν(ε) | να γκουγκλίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | γκούγκλισα | θα γκουγκλίσω | να γκουγκλίσω | γκουγκλίσει | ||
β' ενικ. | γκούγκλισες | θα γκουγκλίσεις | να γκουγκλίσεις | γκούγκλισε | ||
γ' ενικ. | γκούγκλισε | θα γκουγκλίσει | να γκουγκλίσει | |||
α' πληθ. | γκουγκλίσαμε | θα γκουγκλίσουμε | να γκουγκλίσουμε | |||
β' πληθ. | γκουγκλίσατε | θα γκουγκλίσετε | να γκουγκλίσετε | γκουγκλίστε | ||
γ' πληθ. | γκούγκλισαν γκουγκλίσαν(ε) |
θα γκουγκλίσουν(ε) | να γκουγκλίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω γκουγκλίσει | είχα γκουγκλίσει | θα έχω γκουγκλίσει | να έχω γκουγκλίσει | ||
β' ενικ. | έχεις γκουγκλίσει | είχες γκουγκλίσει | θα έχεις γκουγκλίσει | να έχεις γκουγκλίσει | ||
γ' ενικ. | έχει γκουγκλίσει | είχε γκουγκλίσει | θα έχει γκουγκλίσει | να έχει γκουγκλίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε γκουγκλίσει | είχαμε γκουγκλίσει | θα έχουμε γκουγκλίσει | να έχουμε γκουγκλίσει | ||
β' πληθ. | έχετε γκουγκλίσει | είχατε γκουγκλίσει | θα έχετε γκουγκλίσει | να έχετε γκουγκλίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν γκουγκλίσει | είχαν γκουγκλίσει | θα έχουν γκουγκλίσει | να έχουν γκουγκλίσει |
|
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] γκουγκλίζω
|